ἐυφραίνεις

ἐυφραίνεις
ἐϋφραίνεις , εὐφραίνω
cheer
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐφραίνεις — εὐφραίνω cheer pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευφραίνω — (ΑΜ εὐφραίνω, Α επικ. τ. ἐϋφραίνω) [εύφρων] 1. δημιουργώ, προξενώ σε κάποιον ευφροσύνη, χαροποιώ, καλοκαρδίζω (α. «με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις», Βαλαωρ. β. «ἐϋφραίνοιτε γυναῑκας», Ομ. Οδ.) 2. και μέσ. ευφραίνομαι αισθάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ευφραίνω — ανα, άνθηκα. 1. δημιουργώ χαρά, χαροποιώ, καλοκαρδίζω: Αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις (Βαλαωρίτης). 2. μέσ., ευφραίνομαι νιώθω ευχάριστα, ικανοποιούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”